Sterk στα ελληνικά

Μετάφραση: sterk, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
οξύς, επιτακτικός, σκληρός, γερός, σταθερός, δυναμικός, εντατικός, ρωμαλέος, ισχυρός, δυνατός, εδραίος, έντονος, εταιρία, σκληροτράχηλος, ανθεκτικός, κραταιός, ισχυρή, ισχυρό, ισχυρές
Sterk στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • steriel στα ελληνικά - άγονος, στείρος, άκαρπος, αποστειρωμένο, στείρο, στείρα, αποστειρωμένα
  • steriliseren στα ελληνικά - αποστειρώνω, αποστειρώσει, αποστειρώνουν, την αποστείρωση, αποστειρώνετε, αποστειρώστε
  • sterken στα ελληνικά - καρδαμώνω, ενδυναμώνω, οχυρώσουν, εμπλουτισμό, ενισχύσουν, ενισχύουν, οχυρώσει
  • sterkte στα ελληνικά - βία, οχύρωση, δύναμη, εξαναγκάζω, εξουσία, ρώμη, ποσότητα, ...
Τυχαίες λέξεις
Sterk στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: οξύς, επιτακτικός, σκληρός, γερός, σταθερός, δυναμικός, εντατικός, ρωμαλέος, ισχυρός, δυνατός, εδραίος, έντονος, εταιρία, σκληροτράχηλος, ανθεκτικός, κραταιός, ισχυρή, ισχυρό, ισχυρές