Επιτακτικός στα ολλανδικά

Μετάφραση: επιτακτικός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
sterk, intens, fel, intensief, gezaghebbend, gezaghebbende, toonaangevende, autoriteit, gezag
Επιτακτικός στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: επιτακτικός

απαιτητικός συνωνυμο, επικριτικός λεξικο, επιτακτικός συνώνυμα, επιτακτικός ετυμολογία, απαιτητικός αγγλικά, επιτακτικός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, επιτακτικός στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • επιτίθεμαι στα ολλανδικά - bestorming, aangrijpen, tackelen, aanvallen, charge, vlaag, offensief, ...
  • επιταγή στα ολλανδικά - cheque, controleren, checken, controle, nagaan, te controleren
  • επιταχύνω στα ολλανδικά - vervroegen, terugzetten, bespoedigen, verhaasten, optrekken, accelereren, versnellen, ...
  • επιτελείο στα ολλανδικά - vorm, gedaante, worp, afgietsel, gooi, personeel, staf, ...
Τυχαίες λέξεις
Επιτακτικός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: sterk, intens, fel, intensief, gezaghebbend, gezaghebbende, toonaangevende, autoriteit, gezag