Stileren στα ελληνικά
Μετάφραση: stileren, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εκδίδω, επιμελούμαι, στυλιζάρω, την στυλιζάρω, συμμορφούμαι με ωρισμένον ύφος, συμμορφώ με ορισμένο ύφος
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- stikken στα ελληνικά - πάπλωμα, πνίγω, εμφράκτης, τσοκ, πνίξει, στραγγαλιστικό πηνίο, του τσοκ
- stil στα ελληνικά - σιωπηλός, ακίνητος, ατάραχος, νηνεμία, ήσυχος, ήρεμος, ησυχασμός, ...
- stilist στα ελληνικά - πηγή, συγγραφέας, στυλίστας, λογοτέχνης, στυλίστα, στιλίστα, στιλίστας
- stillen στα ελληνικά - ήρεμος, σιωπή, σιγή, νηνεμία, σωπαίνω, γαλήνιος, ακίνητος, ...
Τυχαίες λέξεις
Stileren στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εκδίδω, επιμελούμαι, στυλιζάρω, την στυλιζάρω, συμμορφούμαι με ωρισμένον ύφος, συμμορφώ με ορισμένο ύφος
Μεταφράσεις: εκδίδω, επιμελούμαι, στυλιζάρω, την στυλιζάρω, συμμορφούμαι με ωρισμένον ύφος, συμμορφώ με ορισμένο ύφος