Toch στα ελληνικά

Μετάφραση: toch, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σίγουρα, τόσο, έπειτα, γαλήνιος, ακίνητος, ακόμα, ωστόσο, μετά, τότε, όμως, έτσι, ήρεμος, άραγε, ακόμα κι έτσι, ακόμη και έτσι, ακόμα και έτσι, ακόμη κι έτσι
Toch στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • guitig στα ελληνικά - ευτράπελος, αστείος, παιχνιδιάρικος, εύθυμος, κατεργάρης, τσαχπίνικος, ακαταμάχητη, ...
  • inslaan στα ελληνικά - σουξέ, χτυπώ, βαρώ, σπάσιμο, Smash, συντριβή, συντριβής, ...
  • invitatie στα ελληνικά - πρόσκληση, πρόσκλησης, δημοπρασία, προκήρυξη, δημοπρασίας
  • keer στα ελληνικά - μετάφραση, μεταβολή, καιρός, περίπτωση, φορά, αναπαραγωγή, πολλαπλασιασμός, ...
Τυχαίες λέξεις
Toch στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σίγουρα, τόσο, έπειτα, γαλήνιος, ακίνητος, ακόμα, ωστόσο, μετά, τότε, όμως, έτσι, ήρεμος, άραγε, ακόμα κι έτσι, ακόμη και έτσι, ακόμα και έτσι, ακόμη κι έτσι