Toereiken στα ελληνικά
Μετάφραση: toereiken, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επαρκώ, αρκεί, επαρκεί, επαρκούν, αρκούν, αρκεί για
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- leegte στα ελληνικά - άσπρος, κενό, καθαρίζω, άγραφτος, λευκό, καθαρός, άγραφος, ...
- samenhang στα ελληνικά - ενότητα, ανταπόκριση, ειρμός, ακεραιότητα, σχέση, αρμονία, σύνδεση, ...
- smartelijk στα ελληνικά - αλγεινός, οδυνηρός, λυπηρός, θλιβερός, τραγική, βαρεία
- spul στα ελληνικά - ύλη, ουσία, υπόθεση, πράμα, νοιάζομαι, πράγμα, δεσμός, ...
Τυχαίες λέξεις
Toereiken στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επαρκώ, αρκεί, επαρκεί, επαρκούν, αρκούν, αρκεί για
Μεταφράσεις: επαρκώ, αρκεί, επαρκεί, επαρκούν, αρκούν, αρκεί για