Uitmaken στα ελληνικά
Μετάφραση: uitmaken, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συγκροτώ, παίρνω, τελειώνω, μετακομίζω, σβήνω, προσδιορίζω, περατώνω, αποσύρω, υπολογίζω, τέλος, υπαναχωρώ, υπαναχωρώ., αποτελώ, καθορίζω, τερματισμός, αποφασίζω, χωρίσει, διαλύσουν, διαλύσει, διάσπαση, σπάσει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- aanhouding στα ελληνικά - συλλαμβάνω, κολάρο, αρπάζω, κηδεμονία, τσιμπώ, κράτηση, αμπάρι, ...
- bitsheid στα ελληνικά - πικράδα, δριμύτητα, στυφότητα, οξύτητα, πικρία, tartness, δριμύτητας, ...
- explicatie στα ελληνικά - εξήγηση, σημασία, λογαριασμός, αναφορά, επεξήγηση, εξηγήσεις, αιτιολόγηση, ...
- opstapelen στα ελληνικά - συσσωρεύω, αποθησαυρίζω, καραμπόλα, συσσωρεύονται, να συσσωρεύονται, συσσωρεύουν επάνω, συσσωρεύονται τα
Τυχαίες λέξεις
Uitmaken στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συγκροτώ, παίρνω, τελειώνω, μετακομίζω, σβήνω, προσδιορίζω, περατώνω, αποσύρω, υπολογίζω, τέλος, υπαναχωρώ, υπαναχωρώ., αποτελώ, καθορίζω, τερματισμός, αποφασίζω, χωρίσει, διαλύσουν, διαλύσει, διάσπαση, σπάσει
Μεταφράσεις: συγκροτώ, παίρνω, τελειώνω, μετακομίζω, σβήνω, προσδιορίζω, περατώνω, αποσύρω, υπολογίζω, τέλος, υπαναχωρώ, υπαναχωρώ., αποτελώ, καθορίζω, τερματισμός, αποφασίζω, χωρίσει, διαλύσουν, διαλύσει, διάσπαση, σπάσει