Vermaken στα ελληνικά

Μετάφραση: vermaken, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φιλοξενώ, μετατροπή, αλλάζω, παραλλαγή, παραλλάζω, ψυχαγωγήσει, διασκεδάσει, να ψυχαγωγήσει, να διασκεδάσει, διασκεδάσουν
Vermaken στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • atoom στα ελληνικά - άτομο, ατόμου, άτομον, άτομα, ατόμων
  • gesprek στα ελληνικά - μιλώ, ομιλία, συνομιλία, συζήτηση, συνομιλίας, συζήτησης, κουβέντα
  • legering στα ελληνικά - κράμα, κράματος, κραμάτων, κραματοποιημένο, αλουμινίου
  • negligé στα ελληνικά - γδύνω, γδύνομαι, undress, γδύνεται, απεκδύω, εκδύομαι
Τυχαίες λέξεις
Vermaken στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φιλοξενώ, μετατροπή, αλλάζω, παραλλαγή, παραλλάζω, ψυχαγωγήσει, διασκεδάσει, να ψυχαγωγήσει, να διασκεδάσει, διασκεδάσουν