Vermoeidheid στα ελληνικά

Μετάφραση: vermoeidheid, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κόπωση, κούραση, κόπος, κόπωσης, την κούραση, κούρασης
Vermoeidheid στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • aansprakelijkheid στα ελληνικά - δωσιδικία, ευθύνη, παθητικό, ευθύνης, υποχρέωση, την ευθύνη, υποχρέωσης
  • goddelijk στα ελληνικά - θεϊκός, επουράνιος, θεσπέσιος, θείος, θεία, θεϊκή, θείας
  • ondermijnen στα ελληνικά - υποσκάπτω, ανατρέπω, υπονομεύω, υπονομεύουν, υπονομεύσει, υπονομεύσουν, να υπονομεύσει, ...
  • ons στα ελληνικά - ουγκιά, εμείς, μας, εμάς, μαζί μας, να μας, με εμάς
Τυχαίες λέξεις
Vermoeidheid στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κόπωση, κούραση, κόπος, κόπωσης, την κούραση, κούρασης