Voet στα ελληνικά

Μετάφραση: voet, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πόδι, πόδια, τα πόδια, πρόποδες, ποδιού
Voet στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • doorsnee στα ελληνικά - μεσαίος, μέση, μέσος όρος, μέσος, μέσο όρο, μέσο
  • ergernis στα ελληνικά - ενόχληση, τσαντίλα, η ενόχληση, εκνευρισμό, οργή
  • keteldal στα ελληνικά - καζάνι, τσίρκο, Αρένα της, τσίρκου, Circus, τσίρκων
  • overeenstemming στα ελληνικά - κατανόηση, οικισμός, συμμόρφωση, συμφωνία, συγχορδία, συγκατάθεση, σύμβαση, ...
Τυχαίες λέξεις
Voet στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πόδι, πόδια, τα πόδια, πρόποδες, ποδιού