Volmaken στα ελληνικά

Μετάφραση: volmaken, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γεμίζω, τέλειος, τέλεια, τέλειο, ιδανικό, ιδανική
Volmaken στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • abundant στα ελληνικά - διεξοδικός, εκτεταμένος, άφθονος, άφθονη, άφθονα, άφθονο, πλούσια
  • belofte στα ελληνικά - υπόσχομαι, υπόσχεση, υπόσχεσή, την υπόσχεση, υπόσχεσης, την υπόσχεσή
  • frauderen στα ελληνικά - εξαπάτηση, εξαπατήσουν, εξαπάτησης, την εξαπάτηση, σκοπό την εξαπάτηση
  • konkelarij στα ελληνικά - συνωμοτώ, συνωμοσία, πλοκή
Τυχαίες λέξεις
Volmaken στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γεμίζω, τέλειος, τέλεια, τέλειο, ιδανικό, ιδανική