Vrouwelijk στα ελληνικά
Μετάφραση: vrouwelijk, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
θηλυκός, θήλυ, θηλυκό, γυναικεία, θηλυκά
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- aubergine στα ελληνικά - μελιτζάνα, μελιτζάνες, μελιτζάνας, τη μελιτζάνα, φυτών μελιτζάνας
- daarboven στα ελληνικά - άνω, εκεί, μέχρι εκεί, εκεί πάνω, επάνω εκεί, εκεί ψηλά
- discutabel στα ελληνικά - αμφίβολος, αμφίβολο, επισφαλείς, αμφίβολη, επισφαλών
- geldend στα ελληνικά - ισχύων, έγκυρος, ισχύει, έγκυρη, έγκυρο, έγκυρες
Τυχαίες λέξεις
Vrouwelijk στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: θηλυκός, θήλυ, θηλυκό, γυναικεία, θηλυκά
Μεταφράσεις: θηλυκός, θήλυ, θηλυκό, γυναικεία, θηλυκά