Werkdadig στα ελληνικά

Μετάφραση: werkdadig, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δραστήριος, αποτελεσματικός, ακμαίος, ενεργός, αποτελεσματική, αποτελεσματικό, αποτελεσματικά, αποτελεσματικές
Werkdadig στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • intellect στα ελληνικά - φυλάξου, νοημοσύνη, διάνοια, διάνοιας, διανόηση, πνεύματος, νόηση
  • kaarsensterkte στα ελληνικά - κεριά, κεριών, τα κεριά, λαμπάδες
  • onuitstaanbaar στα ελληνικά - αδύνατον, ανυπόφορος, αβάσταχτος, αφόρητη, ανυπόφορη, αφόρητο
  • rondgaan στα ελληνικά - παρακάμπτω, κυκλοφορώ, κυκλοφορεί, κυκλοφορούν, κυκλοφορία, κυκλοφορήσει, να κυκλοφορούν
Τυχαίες λέξεις
Werkdadig στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δραστήριος, αποτελεσματικός, ακμαίος, ενεργός, αποτελεσματική, αποτελεσματικό, αποτελεσματικά, αποτελεσματικές