Wil στα ελληνικά

Μετάφραση: wil, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διαθήκη, προαίρεση, θέληση, βούληση, θέλει, επιθυμεί, θέλουν
Wil στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • affix στα ελληνικά - πρόσφυμα, προσθέτω, τοποθετεί, επιθέτει, επιθέσει, θέτει, τοποθετούν
  • boekhandelaar στα ελληνικά - βιβλιοπώλης, βιβλιοπώλη, βιβλιοπώλης που, βιβλιοπωλών, το βιβλιοπώλη
  • perfect στα ελληνικά - τέλειος, τελειοποιώ, τέλεια, τέλειο, ιδανικό, ιδανική
  • stad στα ελληνικά - πόλη, πόλης, της πόλης, την πόλη
Τυχαίες λέξεις
Wil στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διαθήκη, προαίρεση, θέληση, βούληση, θέλει, επιθυμεί, θέλουν