Βούληση στα ολλανδικά
Μετάφραση: βούληση, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
zin, wil, zullen, zal, zult, willen
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: βούληση
δικαιοπρακτική βούληση, βούληση περίθαλψης εν αδυναμία, ελεύθερη βούληση, κατά βούληση, βούληση για δύναμη, βούληση λεξικό γλώσσας ολλανδικά, βούληση στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- βουτώ στα ολλανδικά - indopen, aanhouding, sluipen, klemmen, arrest, onderdompelen, duiken, ...
- βούλα στα ολλανδικά - mop, bezegelen, smet, moet, zetel, stier, lokaal, ...
- βούρτσα στα ολλανδικά - kwast, hakhoutbosje, wisser, borstel, ruigte, borstelen, schuieren, ...
- βούτυρο στα ολλανδικά - boter, de boter, van boter
Τυχαίες λέξεις
Βούληση στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: zin, wil, zullen, zal, zult, willen
Μεταφράσεις: zin, wil, zullen, zal, zult, willen