Διαθήκη στα ολλανδικά

Μετάφραση: διαθήκη, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
wilsbeschikking, verbond, testament, zin, wil, zullen, zal, zult, willen
Διαθήκη στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διαθήκη

διαθήκη σε συμβολαιογράφο, διαθήκη υπόδειγμα, διαθήκη μπουλά, διαθήκη αλέξανδρου κατσαντώνη, διαθήκη ζωής, διαθήκη λεξικό γλώσσας ολλανδικά, διαθήκη στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • διαζύγιο στα ολλανδικά - echtscheiding, scheiding, scheiden, de echtscheiding, echtscheidingen
  • διαθέσιμος στα ολλανδικά - disponibel, beschikbaar, voorhanden, liquide, beschikbare, verkrijgbaar, beschikking
  • διαθλώ στα ολλανδικά - breken, buigen, te buigen, afbuigen, diffracteren
  • διαιρώ στα ολλανδικά - afwateringsgebied, afscheiden, delen, afbreken, kloven, scheuren, doorklieven, ...
Τυχαίες λέξεις
Διαθήκη στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: wilsbeschikking, verbond, testament, zin, wil, zullen, zal, zult, willen