Zelfstandigheid στα ελληνικά

Μετάφραση: zelfstandigheid, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ύλη, νοιάζομαι, υπόθεση, ουσία, πράμα, θέμα, ανεξαρτησία, ανεξαρτησίας, της ανεξαρτησίας, η ανεξαρτησία, απεξάρτηση
Zelfstandigheid στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bevredigen στα ελληνικά - ικανοποιώ, ικανοποιήσουμε, δίνω χαρά, ικανοποιήσει τις, ευχαριστώ
  • drinker στα ελληνικά - μεθύστακας, άφθονος, αλκοολικός, πίνων, παρέα, πότης, πότη, ...
  • keten στα ελληνικά - αλυσίδα, καδένα, αλυσίδας, αλύσου, της αλυσίδας, άλυσο
  • miskraam στα ελληνικά - άμβλωση, αποβολή, έκτρωση, αποτυχία, αποβολής, αποβολών, αποβολές
Τυχαίες λέξεις
Zelfstandigheid στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ύλη, νοιάζομαι, υπόθεση, ουσία, πράμα, θέμα, ανεξαρτησία, ανεξαρτησίας, της ανεξαρτησίας, η ανεξαρτησία, απεξάρτηση