Álló στα ελληνικά

Μετάφραση: álló, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
όρθιος, κύρος, ορθοστασία, θέση, στάση, διαρκής, μόνιμης
Álló στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ballépés στα ελληνικά - ταξιδάκι, πεδικλώνω, στραβά, απρεπώς, πάει καλά, κακώς, πήγαινε καλά
  • dekadencia στα ελληνικά - παρακμή, παρακμής, την παρακμή, της παρακμής, κατάπτωση
  • gondolatjel στα ελληνικά - ραντίζω, συντρίβω, τρέχω, παύλα, εξόρμηση, ταμπλό, dash
  • klientéla στα ελληνικά - πελατεία
Τυχαίες λέξεις
Álló στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: όρθιος, κύρος, ορθοστασία, θέση, στάση, διαρκής, μόνιμης