Ó στα ελληνικά

Μετάφραση: ó, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γέρος, παλαιός, γέρικος, ω, oh, ΟΗ, το OH, μα
Ó στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • alosztály στα ελληνικά - υποδιαίρεση, εδαφίου, εδάφιο, υποτμήμα, του εδαφίου
  • egyenes στα ελληνικά - παρατάσσω, επενδύω, ρυτίδα, γραμμή, ευθεία, ίσια, ευθείας, ...
  • fejtéshomlok στα ελληνικά - πλευρά, μεριά, ράφια, ραφιών, μετάγγιση, μετάγγισης, της μετάγγισης
  • jegelés στα ελληνικά - φρικιαστικός, φοβερός, ψύξη, ψύξης, ανατριχιαστική, την ψύξη, ψύξεως
Τυχαίες λέξεις
Ó στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γέρος, παλαιός, γέρικος, ω, oh, ΟΗ, το OH, μα