Fegyelmezetlen στα ελληνικά
Μετάφραση: fegyelmezetlen, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λάσκος, ελαστικός, χαλαρός, αντιπειθαρχικός, απειθαρχη, απείθαρχο, απείθαρχος, απείθαρχα
Μεταφράσεις
- fegyelem στα ελληνικά - πειθαρχώ, πειθαρχία, πειθαρχίας, την πειθαρχία, η πειθαρχία
- fegyelemsértés στα ελληνικά - ανυπακοή, απείθεια, ανυποταξία, απειθαρχία, ανυποταξίας, την ανυποταξία
- fegyelmezetlenül στα ελληνικά - θορυβωδώς
- fegyelmezés στα ελληνικά - πειθαρχία, πειθαρχώ, πειθαρχίας, την πειθαρχία, η πειθαρχία
Τυχαίες λέξεις
Fegyelmezetlen στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λάσκος, ελαστικός, χαλαρός, αντιπειθαρχικός, απειθαρχη, απείθαρχο, απείθαρχος, απείθαρχα
Μεταφράσεις: λάσκος, ελαστικός, χαλαρός, αντιπειθαρχικός, απειθαρχη, απείθαρχο, απείθαρχος, απείθαρχα