Fennálló στα ελληνικά

Μετάφραση: fennálló, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εξαιρετικός, υπάρχον, υπάρχουσες, υφιστάμενων, υπάρχοντα, τα υπάρχοντα
Fennálló στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • fennsík στα ελληνικά - οροπέδιο, οροπεδίου, πλάτωμα, πλατώ, υψίπεδο
  • fennállás στα ελληνικά - ύπαρξη, ύπαρξης, υπάρξεως, ύπαρξή, την ύπαρξη
  • fenomenális στα ελληνικά - εκπληκτικός, φαινομενικός, εκπληκτική, πρωτοφανής, φαινομενική, φαινομενικό
  • fenség στα ελληνικά - μεγαλοπρέπεια, μεγαλείο, υψηλότητα, υψηλότης, Υψηλότητας, Υψηλότατε, Υψηλότητος
Τυχαίες λέξεις
Fennálló στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εξαιρετικός, υπάρχον, υπάρχουσες, υφιστάμενων, υπάρχοντα, τα υπάρχοντα