Mellékállomás στα ελληνικά

Μετάφραση: mellékállomás, Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουγγρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επέκταση, έκταση, προέκταση, παράταση, επέκτασης, παράτασης
Mellékállomás στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • mellékvonal στα ελληνικά - στάδιο, πόδι, από, με, κατά, από την, του
  • mellékág στα ελληνικά - υποοικογένεια, υποοικογένειας, υποοικογενείας
  • mellékáramkör στα ελληνικά - παραπόταμος, παραπόταμο, παραπόταμου, παραποτάμου, υποτελής
  • melléképület στα ελληνικά - υπόστεγο, εξωτερικό κτήριο, βοηθητικό κτίσμα, πρόσκτισμα, συνεχόμενο κτίσμα
Τυχαίες λέξεις
Mellékállomás στα ελληνικά - Λεξικό: ουγγρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επέκταση, έκταση, προέκταση, παράταση, επέκτασης, παράτασης