Бездіяльний στα ελληνικά
Μετάφραση: бездіяльний, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κενός, παράκαιρος, λιμνάζων, βαρύς, άδειος, μουδιασμένος, παθητικός, χαύνος, στάσιμος, ναρκωμένος, αδρανής, ανενεργό, ανενεργή, ανενεργά, ανενεργός
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бездушний στα ελληνικά - στυγνός, τυλώδης, αναίσθητος, ροζιασμένος, σκληρός, τυλώδη
- бездушність στα ελληνικά - αναισθησία, αναλγησία, αναισθησίας, την αναλγησία, πώρωση
- бездіяльність στα ελληνικά - διαχείμαση, αδράνεια, αδράνειας, η αδράνεια, απραξία, απραξίας
- безжальний στα ελληνικά - σκληρός, απόκεντρος, ψυχρός, απόμακρος, απάνθρωπος, αποκρουστικός, απομακρυσμένος, ...
Τυχαίες λέξεις
Бездіяльний στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κενός, παράκαιρος, λιμνάζων, βαρύς, άδειος, μουδιασμένος, παθητικός, χαύνος, στάσιμος, ναρκωμένος, αδρανής, ανενεργό, ανενεργή, ανενεργά, ανενεργός
Μεταφράσεις: κενός, παράκαιρος, λιμνάζων, βαρύς, άδειος, μουδιασμένος, παθητικός, χαύνος, στάσιμος, ναρκωμένος, αδρανής, ανενεργό, ανενεργή, ανενεργά, ανενεργός