Ναρκωμένος στα ουκρανικά

Μετάφραση: ναρκωμένος, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
бездіяльний, заціпенілий, апатичний, онімілий, зніміла, знімілий
Ναρκωμένος στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ναρκωμένος

ναρκωμένος λεξικό γλώσσας ουκρανικά, ναρκωμένος στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • ναι στα ουκρανικά - постійно, єреванський, да, та, і, так, й
  • ναρκομανής στα ουκρανικά - наркоман, наркотик
  • ναρκωτικό στα ουκρανικά - допінг, наркотик, наркотичний, медикамент, ліки, засіб
  • ναυάγιο στα ουκρανικά - кораблекрушение, корабельна аварія, корабельну, корабельну аварію, аварію корабля
Τυχαίες λέξεις
Ναρκωμένος στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: бездіяльний, заціпенілий, апатичний, онімілий, зніміла, знімілий