Μουδιασμένος στα ουκρανικά

Μετάφραση: μουδιασμένος, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
бездіяльний, онімілий, апатичний, заціпенілий, зніміла, знімілий
Μουδιασμένος στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μουδιασμένος

μουδιασμένος αντίχειρας, μουδιασμένοσ συνώνυμα, μουδιασμένος λεξικό γλώσσας ουκρανικά, μουδιασμένος στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • μουγκρίζω στα ουκρανικά - бурчання, стогін, застогнати, кричати, стогнати, ревти, гарчання, ...
  • μουγκρητό στα ουκρανικά - мукання, рик, рик великої, ревіння
  • μουντός στα ουκρανικά - тьмяний, млявий, хмарний, темний, дурний, тупий, похмурий, ...
  • μουρμουρίζω στα ουκρανικά - болван, рохкати, матуся, мовчазний, похмурий, собачка, хрюкання, ...
Τυχαίες λέξεις
Μουδιασμένος στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: бездіяльний, онімілий, апатичний, заціпенілий, зніміла, знімілий