Божіння στα ελληνικά

Μετάφραση: божіння, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
όρκος, όρκο, όρκου, ενόρκως, τον όρκο
Божіння στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • божественність στα ελληνικά - θειότητα, θεότητα, θεότητας, θεότητά, τη θεότητά
  • божество στα ελληνικά - θεότητα, θεότητας, θεά, θεότητα που, θεού
  • бойкот στα ελληνικά - μποϋκοτάρω, μποϋκοτάζ, μποϊκοτάζ, μποϊκοτάρισμα, αποκλεισμό, το μποϊκοτάζ
  • бойкотувати στα ελληνικά - μποϋκοτάρω, μποϋκοτάζ, μποϊκοτάζ, μποϊκοτάρισμα, αποκλεισμό, το μποϊκοτάζ
Τυχαίες λέξεις
Божіння στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: όρκος, όρκο, όρκου, ενόρκως, τον όρκο