Вексель στα ελληνικά

Μετάφραση: вексель, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
άκαμπτος, ράμφος, αλύγιστος, λογαριασμός, ισχυρός, νομοσχέδιο, λογαριασμό, λογαριασμού, νομοσχεδίου
Вексель στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • вежа στα ελληνικά - πύργος, πύργο, Tower, πύργου, πύργο του
  • везеться στα ελληνικά - vezetsya
  • велет στα ελληνικά - γίγαντας, γίγαντα, γιγαντιαίο, γιγαντιαία, γιγάντιο
  • велетень στα ελληνικά - γίγαντας, γίγαντα, γιγαντιαίο, γιγαντιαία, γιγάντιο
Τυχαίες λέξεις
Вексель στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: άκαμπτος, ράμφος, αλύγιστος, λογαριασμός, ισχυρός, νομοσχέδιο, λογαριασμό, λογαριασμού, νομοσχεδίου