Витравляти στα ελληνικά
Μετάφραση: витравляти, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διαβρώνω, διαβρώνουν, διαβρώσουν, διαβρωθούν, διαβρώσει, διαβρώνονται
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- виточити στα ελληνικά - λιώνω, αγγαρεία, αλέθω, τρίζω, σκαλισμένα, σκαλιστά, σκαλιστό, ...
- виточка στα ελληνικά - ξεπετάγομαι, βέλος, βελάκι, βελών, εκτόξευσης βελών, εκτόξευσης βελών που
- витрата στα ελληνικά - έξοδα, οχετός, στραγγίζω, δαπάνη, έξοδο, βάρος, δαπάνες
- витрати στα ελληνικά - εκδηλωτικός, κοινωνικός, έξοδα, εξωστρεφής, δικαστικά έξοδα, κόστος, κόστους, ...
Τυχαίες λέξεις
Витравляти στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διαβρώνω, διαβρώνουν, διαβρώσουν, διαβρωθούν, διαβρώσει, διαβρώνονται
Μεταφράσεις: διαβρώνω, διαβρώνουν, διαβρώσουν, διαβρωθούν, διαβρώσει, διαβρώνονται