Вмитися στα ελληνικά
Μετάφραση: вмитися, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πλύσιμο, νίψιμο, πλύση, πλύσης, πλύσεως, πλυσίματος
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вмирущі στα ελληνικά - βαφή, πεθαίνουν, πεθαίνει, που πεθαίνουν, πεθάνει
- вмитись στα ελληνικά - νίψιμο, πλύσιμο, πλύση, πλύσης, πλύσεως, πλυσίματος
- вмовкнути στα ελληνικά - πειθαναγκάζω, vmovknuty
- вмовляння στα ελληνικά - πειστικότητα, πειθούς, πειθώ, την πειθώ, της πειθούς
Τυχαίες λέξεις
Вмитися στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πλύσιμο, νίψιμο, πλύση, πλύσης, πλύσεως, πλυσίματος
Μεταφράσεις: πλύσιμο, νίψιμο, πλύση, πλύσης, πλύσεως, πλυσίματος