Давній στα ελληνικά

Μετάφραση: давній, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απόμακρος, απομακρυσμένος, περασμένος, γέρικος, παρελθόν, γέρος, παλαιός, παλιός, παλιά, παλιό, παλαιά
Давній στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • давка στα ελληνικά - συνωστισμός, ζουλώ, συνθλίβω, πλήθος, κοσμοσυρροή, throng, άλλο πλήθος, ...
  • давноминулий στα ελληνικά - υπερσυντέλικος
  • дайте στα ελληνικά - ας, αφήστε, αφήσει, επιτρέψτε, αφήσουμε
  • дактилічний στα ελληνικά - δακτυλικός, δακτυλικοί, δακτυλικό, δακτυλικού, δακτυλική
Τυχαίες λέξεις
Давній στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απόμακρος, απομακρυσμένος, περασμένος, γέρικος, παρελθόν, γέρος, παλαιός, παλιός, παλιά, παλιό, παλαιά