Παλαιός στα ουκρανικά
Μετάφραση: παλαιός, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
давній, стародавній, старий, старе, Параметри теми Старий, View Blog Старий, стара
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: παλαιός
παλαιός άγιος αθανάσιος καιρός, παλαιός αιγιαλός, παλαιός άγιος αθανάσιος, παλιός φούρνος βόλος, παλαιός των ημερών, παλαιός λεξικό γλώσσας ουκρανικά, παλαιός στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- παλαιοντολόγος στα ουκρανικά - палеонтолог
- παλαιστής στα ουκρανικά - боротися, боротьба, борець
- παλεύω στα ουκρανικά - спотворювати, виривати, вивертати, викидати, боротьба, боротьби
- παλιάνθρωπος στα ουκρανικά - негідник, ледащо, скунс
Τυχαίες λέξεις
Παλαιός στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: давній, стародавній, старий, старе, Параметри теми Старий, View Blog Старий, стара
Μεταφράσεις: давній, стародавній, старий, старе, Параметри теми Старий, View Blog Старий, стара