Γέρικος στα ουκρανικά
Μετάφραση: γέρικος, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
стародавній, давній, gerikos
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: γέρικος
γέρικος λεξικό γλώσσας ουκρανικά, γέρικος στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- γέννηση στα ουκρανικά - пологи, вродження, розпочало, народжування, народження, рождения
- γένος στα ουκρανικά - вид, вигляд, краєвид, сорт, лан, полом, рід, ...
- γέρνω στα ουκρανικά - спрямувати, навертати, рілля, згинатися, схил, гнутися, згин, ...
- γέρος στα ουκρανικά - стародавній, давній, старий, старе, Параметри теми Старий, View Blog Старий, стара
Τυχαίες λέξεις
Γέρικος στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: стародавній, давній, gerikos
Μεταφράσεις: стародавній, давній, gerikos