Дертися στα ελληνικά
Μετάφραση: дертися, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διαταράσσω, σκαρφαλώνω, αναρρίχηση, ανόδου, ανάβαση, άνοδο, ανόδου που
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- держати στα ελληνικά - διατήρηση, κρατήσει, διατηρούν, να κρατήσει, διατηρήσει
- дерзання στα ελληνικά - τόλμημα, τόλμη, τολμηρή, τολμηρό, τολμηρές, τολμηρούς
- десант στα ελληνικά - καταγωγή, προσγείωση, εκφόρτωσης, προσγείωσης, εκφόρτωση, προορισμού
- десерт στα ελληνικά - επιδόρπιο, γλυκό, επιδορπίων, το επιδόρπιο, Επιδόρπιο Στοιχεία εστιατορίου
Τυχαίες λέξεις
Дертися στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διαταράσσω, σκαρφαλώνω, αναρρίχηση, ανόδου, ανάβαση, άνοδο, ανόδου που
Μεταφράσεις: διαταράσσω, σκαρφαλώνω, αναρρίχηση, ανόδου, ανάβαση, άνοδο, ανόδου που