Διαταράσσω στα ουκρανικά

Μετάφραση: διαταράσσω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
дертися, видирання, бійка, продиратися, битися, зводити з розуму
Διαταράσσω στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διαταράσσω

διαταράσσω συνώνυμα, διαταράσσω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, διαταράσσω στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • διατάσσω στα ουκρανικά - відокремте, абстрагувати, наказувати, диктувати
  • διατήρηση στα ουκρανικά - виклади, збереження, зберігання, зберегти
  • διαταραχή στα ουκρανικά - порушення, безладдя, розлад, розлади
  • διατείνομαι στα ουκρανικά - конформістський, прикидатися, вдавати, причинятися, удавати, вдавати з себе
Τυχαίες λέξεις
Διαταράσσω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: дертися, видирання, бійка, продиратися, битися, зводити з розуму