Докучити στα ελληνικά
Μετάφραση: докучити, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τριβελίζω, dokuchyty
![Докучити στα ελληνικά Докучити στα ελληνικά](https://www.dictionaries24.com/images/gr-uk-gr-4712.png)
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- докучати στα ελληνικά - ενοχλούμαι, σκοτίζομαι, ξεμπλέκω, ενοχλώ, πειράζω, καταδιώκω, επιδεινώνω, ...
- докучає στα ελληνικά - ενοχλώ, ενόχληση, ενοχλεί, κόπο, τον κόπο
- докір στα ελληνικά - όνειδος, επίπληξη, μομφή, μομφής, προσάψει
- докірливий στα ελληνικά - αναπαράγομαι, επιτιμητικός, επιτιμητικά
Τυχαίες λέξεις
Докучити στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τριβελίζω, dokuchyty
Μεταφράσεις: τριβελίζω, dokuchyty