Ділити στα ελληνικά

Μετάφραση: ділити, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μοιράζω, κατανέμω, χωρίζω, διαιρώ, μοιράζομαι, κλήρος, διχάζω, διανέμω, χάσμα, χάσματος, διαίρει, διαίρεση, διαχωρισμός
Ділити στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ділений στα ελληνικά - τσάκισμα, διαχωριστικών, διαχωριστικού, διαιρετών
  • ділення στα ελληνικά - διαίρεση, τμήμα, κατανομή, διαίρεσης, καταμερισμό
  • діло στα ελληνικά - συναλλαγή, δοσοληψία, υπόθεση, διεκπεραίωση, νταραβέρι, αρραβώνες, εγχείρημα, ...
  • діловий στα ελληνικά - απασχολημένος, μεθοδικός, τους επιχειρηματικούς, επιχειρηματικούς, μεθοδική, πρακτικός
Τυχαίες λέξεις
Ділити στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μοιράζω, κατανέμω, χωρίζω, διαιρώ, μοιράζομαι, κλήρος, διχάζω, διανέμω, χάσμα, χάσματος, διαίρει, διαίρεση, διαχωρισμός