Захищати στα ελληνικά
Μετάφραση: захищати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συνηγορώ, παραινώ, αμύνομαι, συνήγορος, υποστηρικτής, παρακινώ, κατοχυρώνω, υπερασπίζω, υπερασπίζομαι, διασφαλίζω, υπερασπιστής, περιφρουρώ, προστατεύω, προστασία, προστατεύουν, την προστασία, προστατεύσει, προστατεύει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- захистити στα ελληνικά - αμύνομαι, υπερασπίζομαι, προστατεύω, υπερασπίζω, προστασία, προστατεύουν, την προστασία, ...
- захисток στα ελληνικά - ασυλία, καταφύγιο, άσυλο, κουνελοφωλιά, στέγαση, σκάβω, στεγαστικός, ...
- захищатися στα ελληνικά - υπερασπίζομαι, αμύνομαι, υπερασπίζω, προστατεύω, υπερασπιστεί, υπερασπιστούν, υπερασπίσει, ...
- захищений στα ελληνικά - προστατεύονται, προστατεύεται, προστατευμένο, προστατευμένη, προστατευόμενες
Τυχαίες λέξεις
Захищати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συνηγορώ, παραινώ, αμύνομαι, συνήγορος, υποστηρικτής, παρακινώ, κατοχυρώνω, υπερασπίζω, υπερασπίζομαι, διασφαλίζω, υπερασπιστής, περιφρουρώ, προστατεύω, προστασία, προστατεύουν, την προστασία, προστατεύσει, προστατεύει
Μεταφράσεις: συνηγορώ, παραινώ, αμύνομαι, συνήγορος, υποστηρικτής, παρακινώ, κατοχυρώνω, υπερασπίζω, υπερασπίζομαι, διασφαλίζω, υπερασπιστής, περιφρουρώ, προστατεύω, προστασία, προστατεύουν, την προστασία, προστατεύσει, προστατεύει