Συνηγορώ στα ουκρανικά

Μετάφραση: συνηγορώ, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
захищати, пропагувати, прибічник, адвокат, благати, просити, благатиме, благав
Συνηγορώ στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συνηγορώ

συνηγορώ συνώνυμα, συνηγορώ λεξικο, συνηγορώ υπέρ, συνηγορώ λεξικό γλώσσας ουκρανικά, συνηγορώ στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • συνεχώς στα ουκρανικά - безперервно, постійно, завжди, що постійно
  • συνηγορία στα ουκρανικά - оборонний, оправдання, оборона, пропаганда, пропагування
  • συνηθίζω στα ουκρανικά - привчіть, призвичаювати, призвичаїти, привчати
  • συνηθισμένος στα ουκρανικά - звичний, рядовий, поширений, посередній, звичайний, простий, гуртовий, ...
Τυχαίες λέξεις
Συνηγορώ στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: захищати, пропагувати, прибічник, адвокат, благати, просити, благатиме, благав