Збиратися στα ελληνικά
Μετάφραση: збиратися, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μαζεύομαι, συσσωμάτωμα, συσσωρεύω, συγκεντρώνομαι, περισυλλέγω, μαζεύω, συγκεντρώσει, συγκεντρωθούν, συγκεντρώνουν, συλλέξει, συλλέγουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- збирання στα ελληνικά - συγκέντρωση, συλλογή, συλλογής, τη συλλογή, είσπραξη, είσπραξης
- збирати στα ελληνικά - συσσωμάτωμα, συγκαλώ, μεταγλωττίζω, μαζεύω, συλλέγω, συντάσσω, κασμάς, ...
- збирач στα ελληνικά - συλλέκτης, συλλέκτη, συλλογής, συλλεκτών, συλλεκτικών
- збити στα ελληνικά - τσάντα, να μειωθεί, να μειώσει, μειώσει, φέρει κάτω, μειωθεί
Τυχαίες λέξεις
Збиратися στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μαζεύομαι, συσσωμάτωμα, συσσωρεύω, συγκεντρώνομαι, περισυλλέγω, μαζεύω, συγκεντρώσει, συγκεντρωθούν, συγκεντρώνουν, συλλέξει, συλλέγουν
Μεταφράσεις: μαζεύομαι, συσσωμάτωμα, συσσωρεύω, συγκεντρώνομαι, περισυλλέγω, μαζεύω, συγκεντρώσει, συγκεντρωθούν, συγκεντρώνουν, συλλέξει, συλλέγουν