Зважуватися στα ελληνικά
Μετάφραση: зважуватися, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λέπι, κλίμακας, κλιμάκωση, κλίμακα, κίνδυνος, κίνδυνο, κινδύνου, επικινδυνότητας, κινδύνων
Μεταφράσεις
- зважливо στα ελληνικά - γνωμάτευση, zvazhlyvo
- зважування στα ελληνικά - ζύγισμα, ζύγισης, ζύγιση, ζυγίζουν, ζυγίζει
- звалитися στα ελληνικά - ζαρώνω, δυστύχημα, σύγκρουση, συντριβή, σύγκρουσης, συντριβής
- звалище στα ελληνικά - μέση, μεσαίος, ρίχνω, πετώ, ξεφορτώνομαι, παλιοσίδερα, σωρός άχρηστων μετάλλων
Τυχαίες λέξεις
Зважуватися στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λέπι, κλίμακας, κλιμάκωση, κλίμακα, κίνδυνος, κίνδυνο, κινδύνου, επικινδυνότητας, κινδύνων
Μεταφράσεις: λέπι, κλίμακας, κλιμάκωση, κλίμακα, κίνδυνος, κίνδυνο, κινδύνου, επικινδυνότητας, κινδύνων