Κλιμάκωση στα ουκρανικά

Μετάφραση: κλιμάκωση, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
зважуватися, підніматись, ескалація, градація, камінь, ескалації
Κλιμάκωση στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κλιμάκωση

κλιμάκωση γενικού βαθμού πρόσβασης 2013, κλιμάκωση βαθμού πρόσβασης 2012, κλιμάκωση γενικού βαθμού πρόσβασης 2012, κλιμάκωση συνώνυμο, κλιμάκωση βαθμού πρόσβασης 2011, κλιμάκωση λεξικό γλώσσας ουκρανικά, κλιμάκωση στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • κλητεύω στα ουκρανικά - придиратися, обвинувачувати, звинувачувати, повістка, порядок, порядок денний, повістку
  • κλικ στα ουκρανικά - клацнути, щиглик, клік, клацніть, клацати, клацання, щиголь
  • κλιμακώνομαι στα ουκρανικά - посильтеся, розширяти, розширювати, загострювати, загострюється
  • κλινική στα ουκρανικά - медпункт, клініка, лікарня, амбулаторія, клиника
Τυχαίες λέξεις
Κλιμάκωση στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: зважуватися, підніматись, ескалація, градація, камінь, ескалації