Зменшення στα ελληνικά

Μετάφραση: зменшення, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μείωση, μείωσης, τη μείωση, μείωση της, αναγωγή
Зменшення στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • змащувати στα ελληνικά - χρίω, γράσο, λιπαντικό, λάδι, πετρέλαιο, έλαιο, πετρελαίου, ...
  • зменшений στα ελληνικά - αναγωγή, μείωση, περιστολή, μειωμένος, μειωμένη, μειώνεται, μειωθεί, ...
  • зменшити στα ελληνικά - μειώνομαι, μικραίνω, συρρικνώνομαι, μείωση, μειώσει, να μειώσει, μειώσουν, ...
  • зменштеся στα ελληνικά - συρρικνώνομαι, zmenshtesya
Τυχαίες λέξεις
Зменшення στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μείωση, μείωσης, τη μείωση, μείωση της, αναγωγή