Μείωση στα ουκρανικά

Μετάφραση: μείωση, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
знизитись, ослаблення, зменшування, знижка, дисконтний, анулювання, усунення, зменшення, стиснутий, дисконтувати, зменшений, дисконт, зменшити, впокорений, зменшуватися, знижений, скорочення
Μείωση στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μείωση

μείωση μισθώματος, μείωση χοληστερόλης, μείωση τριχοφυΐας, μείωση εισφορών, μείωση τιμής φυσικού αερίου, μείωση λεξικό γλώσσας ουκρανικά, μείωση στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • μαύρος στα ουκρανικά - чорний, чорношкірий, негр, чорного, чорна
  • με στα ουκρανικά - зачарування, з, із, за, с, до
  • μεγάθυμος στα ουκρανικά - magnanimousness
  • μεγάλος στα ουκρανικά - яскравий, великий, видатний, самотній, жирний, величний, чудовий, ...
Τυχαίες λέξεις
Μείωση στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: знизитись, ослаблення, зменшування, знижка, дисконтний, анулювання, усунення, зменшення, стиснутий, дисконтувати, зменшений, дисконт, зменшити, впокорений, зменшуватися, знижений, скорочення