Камінь στα ελληνικά
Μετάφραση: камінь, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κλιμάκωση, λιθοβολώ, κλίμακας, πέτρα, κλίμακα, λογισμός, πετροβολώ, λέπι, πέτρινο, πέτρινα, πέτρας, πέτρινη
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- камін στα ελληνικά - τζάκι, το τζάκι, τζακιού, εστία
- камінець στα ελληνικά - ψηφίο, βότσαλο, βότσαλα, με βότσαλα, βοτσαλωτή, χαλίκι
- канава στα ελληνικά - χαράκωμα, οχετός, χαντάκι, τάφρος, ρείθρο, τάφρο, τάφρου, ...
- канавка στα ελληνικά - οχετός, καραμπίνα, τουφέκι, ρείθρο, σχισμή, υποδοχή, σχισμής, ...
Τυχαίες λέξεις
Камінь στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κλιμάκωση, λιθοβολώ, κλίμακας, πέτρα, κλίμακα, λογισμός, πετροβολώ, λέπι, πέτρινο, πέτρινα, πέτρας, πέτρινη
Μεταφράσεις: κλιμάκωση, λιθοβολώ, κλίμακας, πέτρα, κλίμακα, λογισμός, πετροβολώ, λέπι, πέτρινο, πέτρινα, πέτρας, πέτρινη