Λιθοβολώ στα ουκρανικά
Μετάφραση: λιθοβολώ, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
брусок, камінь, шкура, шкіра, шкурка
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: λιθοβολώ
λιθοβολώ λεξικό γλώσσας ουκρανικά, λιθοβολώ στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- λιγοστός στα ουκρανικά - луговою, трохи, мало, лугової, луговій, луговий, трішки, ...
- λιγόλογος στα ουκρανικά - умовчування, мовчазність, скритність, стриманість, мовчазний, мовчазна, мовчазне
- λιθοστρώνω στα ουκρανικά - вистилати, мостити, булижник, кругляк, камінь, каменюку, каменюка
- λικνίζομαι στα ουκρανικά - колисати, колисатися, гойдання, liknizomai
Τυχαίες λέξεις
Λιθοβολώ στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: брусок, камінь, шкура, шкіра, шкурка
Μεταφράσεις: брусок, камінь, шкура, шкіра, шкурка