Канавка στα ελληνικά
Μετάφραση: канавка, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
οχετός, καραμπίνα, τουφέκι, ρείθρο, σχισμή, υποδοχή, σχισμής, εγκοπή, slot
Μεταφράσεις
- камінь στα ελληνικά - κλιμάκωση, λιθοβολώ, κλίμακας, πέτρα, κλίμακα, λογισμός, πετροβολώ, ...
- канава στα ελληνικά - χαράκωμα, οχετός, χαντάκι, τάφρος, ρείθρο, τάφρο, τάφρου, ...
- канал στα ελληνικά - διώρυγα, κανάλι, καναλιού, καναλιών, διαύλου, δίαυλο
- каналізація στα ελληνικά - δίκτυο αποχέτευσης, αποχέτευσης, αποχέτευση, αποχετευτικό, αποχετευτικού
Τυχαίες λέξεις
Канавка στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: οχετός, καραμπίνα, τουφέκι, ρείθρο, σχισμή, υποδοχή, σχισμής, εγκοπή, slot
Μεταφράσεις: οχετός, καραμπίνα, τουφέκι, ρείθρο, σχισμή, υποδοχή, σχισμής, εγκοπή, slot