Каральний στα ελληνικά

Μετάφραση: каральний, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ποινικός, εκδικητικός, μνησίκακος, τιμωρητικός, τιμωρητική, τιμωρίας, κατασταλτικά, τιμωρητικής
Каральний στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • караван στα ελληνικά - τροχόσπιτο, τροχόσπιτου, καραβάνι, τροχόσπιτα, τροχόσπιτων
  • караван-сарай στα ελληνικά - χώρα, εξοχή, πατρίδα, χάνι, Khan, Χαν, χάνο, ...
  • карамель στα ελληνικά - καραμέλλα, καραμέλα, καραμέλας, καραμελόχρωμα, καραμελέ
  • карання στα ελληνικά - τιμωρία, τιμωρίας, ποινή, θανατικής, την τιμωρία
Τυχαίες λέξεις
Каральний στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ποινικός, εκδικητικός, μνησίκακος, τιμωρητικός, τιμωρητική, τιμωρίας, κατασταλτικά, τιμωρητικής