Καυγαδίζω στα ουκρανικά
Μετάφραση: καυγαδίζω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
карантини, суперечка, спір, суперечку, спор
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καυγαδίζω
καυγαδίζω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, καυγαδίζω στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- κατώτερος στα ουκρανικά - підлеглий, виведений, молодший, младший
- καυγάς στα ουκρανικά - бійка, карантини, скандалити, сваритися, скандалитиме
- καυσαέριο στα ουκρανικά - кіптява, морити, диміти, вихлопної, вихлопною, вихлопній, вихлопний, ...
- καυστήρας στα ουκρανικά - реторта, овочі, городина, птахів, казан, бойлер, пальник, ...
Τυχαίες λέξεις
Καυγαδίζω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: карантини, суперечка, спір, суперечку, спор
Μεταφράσεις: карантини, суперечка, спір, суперечку, спор