Механообробна στα ελληνικά
Μετάφραση: механообробна, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μηχανουργός, μηχανική κατεργασία, μεταλλοτεχνίας, μηχανουργική, μηχανικής κατεργασίας, μηχανουργική κατεργασία
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- метушливий στα ελληνικά - μικροπρεπής, γκρινιάρης, ιδιότροπο, ιδιότροπος, ιδιότροποι, ιδιότροπα
- метушня στα ελληνικά - φασαρία, ματαιοδοξία, παραζάλη, ταραχή, αναστάτωση, κενοδοξία, φιλαυτία, ...
- механізації στα ελληνικά - μηχανοποίηση, εκμηχάνιση, μηχανοποίησης, εκμηχάνισης, την εκμηχάνιση
- механізм στα ελληνικά - μηχανή, προσαρμόζω, ταχύτητα, μηχανισμός, μηχανισμό, μηχανισμού, ο μηχανισμός, ...
Τυχαίες λέξεις
Механообробна στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μηχανουργός, μηχανική κατεργασία, μεταλλοτεχνίας, μηχανουργική, μηχανικής κατεργασίας, μηχανουργική κατεργασία
Μεταφράσεις: μηχανουργός, μηχανική κατεργασία, μεταλλοτεχνίας, μηχανουργική, μηχανικής κατεργασίας, μηχανουργική κατεργασία