Μηχανουργός στα ουκρανικά
Μετάφραση: μηχανουργός, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
механообробна, машиніст, машинист, машиніста
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μηχανουργός
μηχανουργός ιεκ, μηχανουργός λεξικό γλώσσας ουκρανικά, μηχανουργός στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- μηχανικός στα ουκρανικά - обладнувати, інженер, обладнати, конструктор, Инженер
- μηχανισμός στα ουκρανικά - механіка, механізм
- μιαίνω στα ουκρανικά - заражати, розкладати, оскверняти, псувати, забруднювати, забруднюватиме
- μιζέρια στα ουκρανικά - незадоволений, скнари, злидні, убогість, бідність, вбогість, злиденність
Τυχαίες λέξεις
Μηχανουργός στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: механообробна, машиніст, машинист, машиніста
Μεταφράσεις: механообробна, машиніст, машинист, машиніста