Мотив στα ελληνικά
Μετάφραση: мотив, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μελωδία, κουρδίζω, μοτίβο, μοτίβου, το μοτίβο, μοτίφ, μοτίβο που
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вправа στα ελληνικά - άσκηση, άσκησης, την άσκηση, ασκήσεως, διαδικασία
- дзеркала στα ελληνικά - ευθυμία, χαρά, Καθρέπτες, Καθρέφτες, Καθρεφτάκια, Mirrors, κάτοπτρα
- довгов'язий στα ελληνικά - ισχνός και υψηλός, Πλαδαρός, ψηλόλιγνο, ψηλόλιγνος, Lanky
- затоплення στα ελληνικά - πλημμύρες, πλημμύρισμα, πλημμύρα, πλημμυρών, πλημμύρας, τις πλημμύρες
Τυχαίες λέξεις
Мотив στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μελωδία, κουρδίζω, μοτίβο, μοτίβου, το μοτίβο, μοτίφ, μοτίβο που
Μεταφράσεις: μελωδία, κουρδίζω, μοτίβο, μοτίβου, το μοτίβο, μοτίφ, μοτίβο που